- πτάρνυμαι
- και πταίρνω και πτείρω και πτέρομαι ΜΑ, και πτέρνομαι Αμσν.μτφ. (για λύχνο) εκβάλλω, τινάζω σπίθες βίαια ή εκρηκτικάαρχ.φτερνίζομαι («Τηλέμαχος δὲ μέγ' ἔπταρεν», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτάρ-νυ-μαι με συνεσταλμένο ριζικό φωνηεντισμό και πρόσφυμα -νυ- (πρβλ. ἄρ-νυ-μαι) ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *pster- που οφείλεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το αρμ. r'rngam «φτερνίζομαι». Παράλληλο σχηματισμό με το ρ. πτάρνυμαι εμφανίζουν τα: λατ. sternuō «φτερνίζομαι» και ιρλδ. sreod «φτέρνισμα». Οι τ. πταίρω, πτείρω, πτέρομαι, πτέρνομαι είναι σπάνιοι και μτγν., ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται οι τ. φτερνίζομαι και φταρνίζομαι (βλ. λ. φτερνίζομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.